φαντασιάζομαι

φαντασιάζομαι
φαντᾰσι-άζομαι,
A to be presented to the mind,

τὸ ὂν φαντασιαζόμενον δόξῃ Ph.1.464

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φαντασιαζόμενον — φαντασιάζομαι to be presented to the mind pres part mp masc acc sg φαντασιάζομαι to be presented to the mind pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεφαντασιασμένην — φαντασιάζομαι to be presented to the mind perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαντασιαζόμενα — φαντασιάζομαι to be presented to the mind pres part mp neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαντασιαζόμενος — φαντασιάζομαι to be presented to the mind pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαντασιασθεῖσα — φαντασιάζομαι to be presented to the mind aor part mp fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαντασιάσω — φαντασιάζομαι to be presented to the mind aor ind mp 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφαντασιάσθη — φαντασιάζομαι to be presented to the mind aor ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφαντασίαστος — ἀφαντασίαστος, ον (AM) [φαντασιάζομαι] 1. αφανέρωτος, ανεκδήλωτος 2. χωρίς τρομακτικά όνειρα 3. απαλλαγμένος από φαντασιώσεις …   Dictionary of Greek

  • ευφαντασίαστος — εὐφαντασίαστος, ον (Α) 1. ενεργ. αυτός που πλάθει με τη φαντασία του ωραία πράγματα 2. παθ. αυτόν τον οποίο εύκολα φαντάζεται κάποιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φαντασιάζομαι] …   Dictionary of Greek

  • φαντασιάζω — Α [φαντασία] 1. απατώ, ξεγελώ 2. παθ. φαντασιάζομαι πλάθω ή αναπαριστώ κάτι με τη φαντασία μου, φαντάζομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”